-
1 διαιρέω
A take apart, cleave in twain, divide,διὰ δ' ἀμφοτέρους ἕλε κύκλους ἀσπίδος Il. 20.280
;παῖδα κατὰ μέλεα διελών Hdt.1.119
; δ. λαγόν cut it open, ib. 123; δ. πυλίδα break it open, Th.4.110, 6.51;δ. τὴν ὀροφήν
tear away, pull down,Id.
4.48;τοὺς σταυρούς X.An.5.2.21
; δ. τοῦ τείχους take down part of the wall, make a breach in it, Th.2.75; τὸ διῃρημένον the breach, ib.76,5.3; διῃρημένοι τὸ ὑπόζωμα, of insects, Arist. HA 556a18;διαιρουμένος τὴν καρδίαν Phld.Sign.1
.II divide, δύο μοίρας Λυδῶν the Lydians into two parts, Hdt.1.94, cf. 4.148;δύο μερίδας D.48.12
;δ. τριχῇ ψυχήν Pl.Phdr. 253c
;δ. εἰς τὸ ἐλάχιστον Arist.Sens. 440b5
;εἰς ὁμοιομερῆ Id.HA 486a5
([voice] Pass.):—[voice] Med., divide for themselves, κατ' ὀλίγας ναῦς διελόμενοι distributing their ships in small divisions, Th.4.11; τοῖς δικάζουσι δ. τὰ ὦτα lending an ear to both parties, Lib.Or.52.4; divide among themselves, ;τὴν ληΐην Hdt.9.85
;κατὰ πόλεις τὸ ἔργον Th.7.19
;τἀδικήματα D.45.38
: abs.,δ. κατὰ πόλεις Th.5.114
:—[voice] Pass., διῃρημένοι κατ' ἀναπαύλας divided into relays, Id.2.75; διαιρήσομαι as [tense] fut. [voice] Pass., Pl.Plt. 261c;διῄρητο τὰ τῶν Ἑλλήνων εἰς δύο D.10.51
.III distinguish,τυραννίδος εἴδη δύο διείλομεν Arist. Pol. 1295a8
, etc.;δ. πότερα.. X.Oec.7.26
: abs., Ar.Nu. 742:—[voice] Med., Pl.Tht. 182c;δ. τοὺς ἀμείνους καὶ τοὺς χείρονας Id.Lg. 950c
;δ. περί τινος Id.Chrm. 163d
.2 determine, decide,διαφορὰς διαιρέοντες Hdt.4.23
; ; τοῦτο πρᾶγμα ib. 488; ψήφῳ δ. τοῦδε πράγματος πέρι ib. 630;τὰ ἀμφίλογα X.Vect.3.3
, cf. Pl.R. 571a, Prt. 314b, al.;κλήρῳ δ. τὸν νικῶντα Id.Lg. 946b
;δ. περί τινος Arist.Ph. 239b13
, etc.; διαιρείσθω πόσα εἴδη, etc., Id.Pol. 1300b18, etc.: abs., Ar. Ra. 1100; alsoδ. εἴτε E.Ba. 206
codd.4 [voice] Med., interpret, τέρας, δημεῖον, D.H.4.60, 9.6.IV in Logic, divide,δ. κατ' εἴδη τὰ ὄντα Pl.Phdr. 273e
; divide a genus into its species, Arist.APo. 96b15, al.:—[voice] Med., Id.PA 642b5.V Math., divide, Pl.Lg. 895e ([voice] Pass.); διελόντι, dividendo, Archim.Sph.Cyl.1.6, al.VI divide words, punctuate in reading, Isoc.12.17, Arist.Rh. 1401a24 ([voice] Pass.); Gramm., resolve a diphthong or contracted form,διῃρῆσθαι Ἰακῶς A.D.Pron.38.17
, cf. Corn.ND5, Hdn.Philet.p.456P. ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαιρέω
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek